Σιβηριανός

Σιβηριανός
ο, θηλ. Σιβηριανή, Ν
1. ο κάτοικος τής Σιβηρίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σιβηρία
2. ως επίθ. σιβηριανός, -ή, -ό
σιβηρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”